παλεύω

παλεύω
(I)
και παλαίβω
1. συμπλέκομαι με κάποιον και προσπαθώ να τόν νικήσω
2. επιδίδομαι στο αγώνισμα τής πάλης
3. μτφ. αγωνίζομαι σκληρά για να υπερνικήσω αντίπαλο ή αντίξοες περιστάσεις («με το κύμα, με τσ' ανέμους, παλεύω μοναχή», Σολωμ.)
4. (κατ' επέκτ.) καταβάλλω μεγάλες προσπάθειες για να πετύχω κάτι («παλεύω τόσες ώρες να λύσω αυτό το πρόβλημα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλη (Ι) + κατάλ. -εύω, ενώ κατ' άλλους το ρ. έχει σχηματιστεί απευθείας από το αρχ. παλαίω*, από όπου η γρφ. παλαίβω].
————————
(II)
παλεύω (Α)
1. ενεργώ ως θηρευτικό πτηνό, δελεάζω, προσελκύω («τὰς περιστεράς... συλλαβὼν εἵρξας ἔχει, κἀπαναγκάζει παλεύειν δεδεμένας ἐν δικτύῳ», Αριστοφ.)
2. μτφ. αποπλανώ, εξαπατώ («ὁ δὲ κόλαξ αὐτὸς ἑτέρους ἐπάγεται καὶ παλεύει», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολ., που χρησιμοποιείται για το κυνήγι. Η άποψη ότι το ρ. παλεύω αποτελεί παρ. τού ουσ. πάλη (Ι) «αγώνας» δεν θεωρείται πιθανή. Κατ' άλλους, το ρ. συνδέεται με το ρωσ. polevatb «κυνηγώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παλεύω — παλεύω, πάλεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παλεύω — πάλεψα 1. πιάνω κάποιον και προσπαθώ να τον ρίξω κάτω. 2. μτφ., πολεμώ, αγωνίζομαι, προσπαθώ: Το καράβι πάλευε όλη νύχτα με τα κύματα. – Παλεύω να καρφώσω τούτο το κάθισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παλεύετε — παλεύω act as decoy birds pres imperat act 2nd pl παλεύω act as decoy birds pres ind act 2nd pl παλεύω act as decoy birds imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλεύσει — παλεύω act as decoy birds aor subj act 3rd sg (epic) παλεύω act as decoy birds fut ind mid 2nd sg παλεύω act as decoy birds fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλεύει — παλεύω act as decoy birds pres ind mp 2nd sg παλεύω act as decoy birds pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλεύομεν — παλεύω act as decoy birds pres ind act 1st pl παλεύω act as decoy birds imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλεύουσι — παλεύω act as decoy birds pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παλεύω act as decoy birds pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλεύσετε — παλεύω act as decoy birds aor subj act 2nd pl (epic) παλεύω act as decoy birds fut ind act 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλασσοπαλεύω — παλεύω με τα θαλάσσια κύματα …   Dictionary of Greek

  • παλευθῆναι — παλεύω act as decoy birds aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”